- θεοβλαβούμενος
- η , ο богобоязненный, набожный; благочестивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεοβλαβούμενος — η, ο αυτός που ευλαβείται τον θεό, ο θεοφοβούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ευλαβούμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ευλαβούμαι, με σίγηση τού προτονικού αρχικού φωνήεντος] … Dictionary of Greek